- ολέθριος
- -α, -ο (ΑΝ ὀλέθριος, -ον, Α θηλ. και ὀλεθρία) [όλεθρος]αυτός που επιφέρει όλεθρο, αφανισμό, καταστροφή, ο καταστρεπτικός («οἵ πάντες ὀλέθριον ἧμαρ ἐπέσπον», Ομ. Ιλ.)αρχ.1. (για πρόσ.) α) αυτός που κινδυνεύει να πεθάνει, ο ετοιμοθάνατοςβ) χαμένος, κατεστραμμένος, αφανισμένος, άτυχος («τάλαιν' ὀλεθρίατίνι τρόπῳ θανεῑν σφε φής;», Σοφ.)γ) μηδαμινός, άθλιος, φαύλος, τιποτένιος2. (η αιτ. εν. τού αρσ. ως επίρρ.) ὀλέθριονμε ολέθριο, μοιραίο, καταστρεπτικό τρόπο («ἀλλὰ μ' ἁ... θεός ὀλέθριον αἰκίζει», Σοφ.)3. φρ. α) «ὀλέθριον ἦμαρ» — η ημέρα τής καταστροφήςβ) «ψῆφος ὀλέθρια» — ψήφος θανάτου, θανατικήγ) (με γεν.) «γάμοι ὀλέθριοι φίλων» — γάμοι που επιφέρουν όλεθρο στους φίλους τουδ) (με δοτ. ως ουσ.) «ψύλλοις ὀλέθριον» — ονομασία υγρούε) «ἔξοδος ὀλεθρία» — έξοδος που οδηγεί στην καταστροφή, που φέρνει τον όλεθρο.επίρρ...ολεθρίως και -α (Α ὀλεθρίως)με ολέθριο, μοιραίο, καταστρεπτικό τρόποαρχ.φρ. «ὀλεθρίως ἔχω» — κινδυνεύω να πεθάνω, βρίσκομαι σε κίνδυνο θανάτου.
Dictionary of Greek. 2013.